- παρηλλαγμενως
- παρηλλαγμένωςπαρ-ηλλαγμένως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρηλλαγμένως — παραλλάσσω cause to alternate perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) παρηλλαγμένως differently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηλλαγμένως — Α επίρρ. με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρηλλαγμένος τού παραλλάσσω] … Dictionary of Greek
τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + … Dictionary of Greek